- φιλοκαλίαν
- φιλοκαλίᾱν , φιλοκαλίαlove for the beautifulfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοκαλία — η, ΝΜΑ [φιλόκαλος] 1. αγάπη για το ωραίο, καλαισθησία 2. ως κύριο όν. Φιλοκαλία εκκλ. απάνθισμα τών συγγραμμάτων τού Ωριγένους,το οποίο συνέταξαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός μσν. αρχ. φροντίδα, προσοχή αρχ. 1. καλαίσθητη… … Dictionary of Greek